Μια φορά κι έναν καιρό, στη γραφική παραθαλάσσια πόλη της Βόνιτσας, ζούσε ένας φτωχός ψαράς, ο Γληγοράκης. Ήταν γνωστός σε όλο το χωριό για την καλή του καρδιά και την απέραντη αγάπη του για τη θάλασσα.
Γύρω στα πενήντα, με πυκνά, μακριά μαύρα μαλλιά και ένα χαρακτηριστικό μούσι που του χάριζε μια όψη σοφίας, ζούσε σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι κοντά στο λιμάνι, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Το σπίτι του, απλό και ζεστό, ήταν γεμάτο με αντικείμενα που είχε μαζέψει από τη θάλασσα – κοχύλια, πέτρες, παλιά ξύλα που είχε μετατρέψει σε έπιπλα. Φορούσε παλιά, μπαλωμένα ρούχα και είχε μια μικρή βαρκούλα, την “Πελαγίτσα”, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.
Τα βράδια τον έβρισκες στα τοπικά καφενεία, όπου μοιραζόταν ιστορίες από τη θάλασσα με τους συγχωριανούς του. Είχε έναν μοναδικό τρόπο να λύνει διαφορές ανάμεσα στους χωριανούς, ενώ πολλοί ζητούσαν τη συμβουλή του όχι μόνο για το ψάρεμα αλλά και για προσωπικά ζητήματα. Στα στενά σοκάκια της Βόνιτσας, όπου ο άνεμος σφύριζε και η θάλασσα τραγουδούσε τα μυστικά της, περπατούσε και ανέπνεε τη θαλασσινή αύρα. Η γνώση του για τη θάλασσα τον καθιστούσε πολύτιμο μέλος της κοινότητας, ιδιαίτερα όταν οι καιρικές συνθήκες γίνονταν δύσκολες. Πίστευε πως η αληθινή ευτυχία κρύβεται στις απλές χαρές της ζωής και στην αγάπη για τους ανθρώπους.
Ξυπνούσε νωρίς, έπινε ένα δυνατό ελληνικό καφέ και ξεκινούσε για τη “Πελαγίτσα”. Κάθε μέρα έριχνε τα δίχτυα του, ελπίζοντας σε μια καλή ψαριά. Τα χέρια του, σκληραγωγημένα από τα χρόνια στη θάλασσα, κρατούσαν γερά τα κουπιά, ενώ οι γλάροι πετούσαν γύρω του, διεκδικώντας ένα μερίδιο από την πρωινή ψαριά. Η ζωή του ήταν λιτή και γεμάτη προσφορά. Συχνά μοιραζόταν τα ψάρια του με εκείνους που είχαν ανάγκη – ηλικιωμένους, οικογένειες με μικρά παιδιά. Αυτή του η καλοσύνη, ωστόσο, πολλές φορές τον έφερνε σε δύσκολη θέση, καθώς κάποιοι τον εκμεταλλεύονταν.
Ένα πρωί, καθώς μάζευε τα δίχτυα του, ανάμεσα στα ψάρια είδε κάτι παράξενο: ένα μικρό, ολοχρυσο ψάρι που λαμπύριζε σαν φλόγα μέσα στο νερό.
“Λευτέρωσέ με, καλέ μου ψαρά, και θα σου χαρίσω ό,τι επιθυμεί η καρδιά σου”, του είπε με ανθρώπινη φωνή.
Ο Γληγοράκης ξαφνιάστηκε. “Πώς γίνεται να μιλάει ένα ψάρι;” αναρωτήθηκε.
“Αν με αφήσεις ελεύθερο, θα σου χαρίσω τρεις ευχές”, συνέχισε το ψάρι.
Ο ψαράς, καλοσυνάτος όπως πάντα, το απελευθέρωσε χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. “Δεν θέλω ευχές”, είπε, “μονάχα να μάθω πώς μπορώ να βοηθήσω το χωριό μου”.
Το ψάρι του έκλεισε το μάτι. “Αν με χρειαστείς ποτέ, πήγαινε στο φάρο τα μεσάνυχτα και φώναξε το όνομά μου: Αλιεία”.
Και με αυτά τα λόγια, χάθηκε στα νερά του Αμβρακικού.
Μερικές μέρες αργότερα, ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα, και μια σφοδρή καταιγίδα ξέσπασε. Τα κύματα υψώνονταν απειλητικά, χτυπώντας τις βάρκες, σπάζοντάς τες σε κομμάτια. Οι ψαράδες πάλευαν απεγνωσμένα να επιστρέψουν στη στεριά. Οι κάτοικοι της Βόνιτσας κοιτούσαν έντρομοι την καταστροφή, ενώ κάποιοι αναρωτήθηκαν μήπως ήταν η παλιά κατάρα του Πατρο-Κοσμά που τους βρήκε.
Το λιμάνι, το επόμενο πρωί, ήταν αγνώριστο. Βάρκες μισοβυθισμένες, δίχτυα διαλυμένα, ξύλα σκορπισμένα παντού. Ο Γληγοράκης, με βαριά καρδιά, κοίταξε τα συντρίμμια της “Πελαγίτσας”, το μοναδικό του απόκτημα. Τότε θυμήθηκε την Αλιεία.
Τα μεσάνυχτα, στάθηκε στον φάρο και φώναξε το όνομά της. Από τα βάθη του κόλπου, ένα λαμπερό φως αναδύθηκε και η Αλιεία εμφανίστηκε.
“Γληγοράκη, άκουσα την έκκλησή σου. Έχεις τρεις ευχές. Τι επιθυμείς;”
“Χρυσό μου ψαράκι, αν μπορείς, βοήθησέ μας. Το λιμάνι καταστράφηκε, οι βάρκες δεν μπορούν να πλεύσουν, οι άνθρωποι πεινάνε”.
“Η πρώτη σου ευχή θα εκπληρωθεί”, είπε η Αλιεία και, βουτώντας στα νερά, έκανε να εμφανιστούν νέες, γυαλιστερές βάρκες στο λιμάνι.
Το επόμενο πρωί, όλο το χωριό έμεινε άφωνο. “Τι να τις κάνουμε τις βάρκες αν δεν υπάρχουν ψάρια;” ρώτησαν τον Γληγοράκη.
Εκείνος πήγε ξανά στον φάρο και έκανε τη δεύτερη του ευχή: “Αλιεία, γέμισε τη θάλασσα με ψάρια”. Και η θάλασσα ζωντάνεψε με κοπάδια από κάθε λογής ψάρια.
Η τρίτη του ευχή δεν ήταν για τον ίδιο. “Θέλω η Βόνιτσα να προστατεύεται από μελλοντικές καταιγίδες”.
“Η επιθυμία σου θα γίνει πραγματικότητα”, απάντησε η Αλιεία. “Αλλά θυμήσου: η πραγματική δύναμη βρίσκεται στην καλοσύνη και την ενότητα των ανθρώπων”.
Το χωριό αναγεννήθηκε. Οι κάτοικοι γιόρτασαν με τραγούδια και χορούς, υμνώντας τον Γληγοράκη, τον ήρωά τους. Εκείνος, με τα μάτια βουρκωμένα, ψιθύρισε: “Μαζί μπορούμε να ξεπεράσουμε τα πάντα”.
Και έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…