Η αυξανόμενη τσιμεντοποίηση των ελληνικών ακτών αναδεικνύεται ως ένα σοβαρό ζήτημα περιβαλλοντικής και οικονομικής σημασίας, καθώς έχει άμεση επίδραση στη διάβρωση των ακτών και τη διατάραξη των παράκτιων οικοσυστημάτων. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η αστική επέκταση στον παράκτιο χώρο καταγράφηκε μέσω δορυφορικών εικόνων από την υπηρεσία Copernicus, αναλύοντας μια ζώνη βάθους έως 2 χλμ. σε όλη την ελληνική ακτογραμμή. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υψηλά επίπεδα αδιαπέραστων επιφανειών εντοπίζονται τόσο σε τουριστικές περιοχές όσο και σε πυκνοκατοικημένες παραθαλάσσιες πόλεις.
Η Δυτική Ελλάδα καταγράφει το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό ανθρωπογενούς επίδρασης στις παράκτιες περιοχές, με το 3,2% αυτών να καλύπτεται από αδιαπέραστες επιφάνειες. Το πρόβλημα είναι εντονότερο στο παράκτιο μέτωπο της Πάτρας έως τη Λακκόπετρα, στον κόλπο της Ναυπάκτου και στην περιοχή του Αιγίου. Εντυπωσιακή είναι η αύξηση της τσιμεντοποίησης και σε εξωαστικές περιοχές, ιδιαίτερα στα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας, από τα δυτικά του Αντιρρίου μέχρι την περιοχή της Παλαίρου, καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος του Αμβρακικού Κόλπου.
Η ανεξέλεγκτη τσιμεντοποίηση συνδέεται άμεσα με τη διάβρωση των ακτών, καθώς εμποδίζει τη φυσική διαδικασία μεταφοράς και απόθεσης φερτών υλικών, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ακτογραμμής. Το φαινόμενο της διάβρωσης έχει ήδη επηρεάσει περιοχές του Κορινθιακού και του Πατραϊκού Κόλπου, με την ακτογραμμή Αντιρρίου – Μακύνειας – Ρίζας να παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα. Η κατάσταση επιδεινώνεται λόγω της κλιματικής αλλαγής, η οποία οδηγεί σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας, απειλώντας με απώλεια χερσαίων εκτάσεων και οικονομικές ζημιές στις τουριστικές περιοχές. Οι πιο ευάλωτες περιοχές στην Ελλάδα περιλαμβάνουν τον Αμβρακικό – Λούρο – Άραχθο, το Μεσολόγγι έως τις εκβολές του Αχελώου και περιοχές της Ηλείας, όπως ο Πύργος, ο Βώλακας και τα Λεχαινά.

Παρά τις διαπιστωμένες επιπτώσεις, η Ελλάδα δεν εφαρμόζει αυστηρά το Πρωτόκολλο της Βαρκελώνης, που προβλέπει αδόμητη ζώνη 100 μέτρων από τη γραμμή του αιγιαλού. Αντ’ αυτού, η ελάχιστη απόσταση δόμησης είναι μόλις 50 μέτρα για τουριστικά καταλύματα και 30 μέτρα για κατοικίες εκτός σχεδίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η απόσταση μειώνεται στα 15 μέτρα, γεγονός που επιτρέπει την ανάπτυξη κοντά στη θάλασσα και επιδεινώνει τη διάβρωση.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας συμμετέχει στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα TRITON, το οποίο χρηματοδοτείται μέσω του Προγράμματος Διασυνοριακής Συνεργασίας Ελλάδα-Ιταλία 2014-2020. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει εγκατάσταση μετεωρολογικών σταθμών, παλιρροιογράφων και κυματογράφων σε κομβικά σημεία όπως ο Νέος Λιμένας Πατρών και ο Λιμένας Κυλλήνης, προκειμένου να συλλεχθούν δεδομένα για την ανάπτυξη στρατηγικών διαχείρισης της παράκτιας διάβρωσης.
Η ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας αποτελεί πλέον αναγκαιότητα. Η υιοθέτηση αυστηρότερων κανόνων για τη δόμηση κοντά στις ακτές και η εφαρμογή ολοκληρωμένων στρατηγικών διαχείρισης μπορούν να περιορίσουν τις επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης τσιμεντοποίησης. Παράλληλα, η επιστημονική παρακολούθηση και η αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων θα βοηθήσουν στη λήψη πιο αποτελεσματικών αποφάσεων, διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα των παράκτιων οικοσυστημάτων και την προστασία των τοπικών οικονομιών.