Η 25η Μαρτίου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ημερομηνίες για τον ελληνισμό, καθώς συνδυάζει δύο μεγάλες εορτές: τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την επέτειο της Επανάστασης του 1821. Αυτή η διπλή γιορτή έχει έντονο θρησκευτικό αλλά και εθνικό χαρακτήρα και συνοδεύεται από πλούσια πολιτιστική και γαστρονομική παράδοση. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του εορτασμού είναι το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας, που δεν είναι άλλο από τον μπακαλιάρο με σκορδαλιά. Η επιλογή αυτού του πιάτου συνδέεται άμεσα με τις διατροφικές πρακτικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αλλά και με την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί την πιο παλαιά και αυστηρή περίοδο νηστείας για τους Ορθόδοξους χριστιανούς, με καταβολές που ανάγονται ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ. Τότε είχε καθιερωθεί η ξηροφαγία και η κατανάλωση τροφής μόνο μετά τις 3 το απόγευμα, κυρίως από μοναχικές κοινότητες που ζούσαν με αυστηρή εγκράτεια. Σήμερα, οι περισσότεροι πιστοί εξακολουθούν να τηρούν τη νηστεία αποφεύγοντας κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, αυγά, ακόμη και λάδι και κρασί σε πολλές περιπτώσεις. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής προβλέπονται κάποιες εξαιρέσεις που επιτρέπουν την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών και προσφέρουν ανάσες ενδυνάμωσης. Η πρώτη από αυτές τις εξαιρέσεις αφορά την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου. Επειδή πρόκειται για θεομητορική εορτή, δηλαδή αφιερωμένη στην Παναγία, δίνεται η δυνατότητα κατάλυσης ψαριού, ελαίου και οίνου, σε αντίθεση με τη γενική νηστευτική τάξη της περιόδου. Η δεύτερη διαφοροποίηση της νηστείας συμβαίνει την Κυριακή των Βαΐων, ενώ καταλύεται και το λάδι τη Μεγάλη Πέμπτη, λόγω της ανάμνησης της παράδοσης του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Η εορταστική παράδοση της 25ης Μαρτίου περιλαμβάνει πλέον απαραίτητα τον μπακαλιάρο με σκορδαλιά, ένα πιάτο που έχει καθιερωθεί εδώ και αιώνες, παρότι το συγκεκριμένο ψάρι δεν είναι γηγενές στην ελληνική θάλασσα. Ο μπακαλιάρος, ψάρι που απαντάται κυρίως στον Βόρειο Ατλαντικό, ήρθε στην Ελλάδα μέσω εμπορικών οδών και γρήγορα υιοθετήθηκε λόγω των πρακτικών του πλεονεκτημάτων. Ως παστός – δηλαδή διατηρημένος με αλάτι – μπορούσε να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς ψύξη, κάτι πολύ σημαντικό σε εποχές που τα μέσα συντήρησης των τροφίμων ήταν περιορισμένα ή ανύπαρκτα. Η χαμηλή του τιμή και η ευκολία στη διανομή τον έκαναν ιδανικό υποκατάστατο του φρέσκου ψαριού, το οποίο δεν ήταν προσβάσιμο για τους περισσότερους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μόνο σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές υπήρχε σχετική αφθονία φρέσκων θαλασσινών. Έτσι, ήδη από τον 15ο αιώνα, ο μπακαλιάρος άρχισε να καθιερώνεται στη συνείδηση των Ελλήνων ως το παραδοσιακό φαγητό της 25ης Μαρτίου.
Η σκορδαλιά, που συνοδεύει τον μπακαλιάρο, αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό στοιχείο της ελληνικής κουζίνας. Φτιαγμένη από πολτοποιημένες πατάτες ή ψωμί, με σκόρδο, ελαιόλαδο και ξίδι, προσφέρει έντονη γεύση και αποτελεί ιδανικό συμπλήρωμα για το τηγανητό ψάρι. Το πιάτο αυτό αναδεικνύει τη δυνατότητα της ελληνικής γαστρονομίας να δημιουργεί γευστικές εμπειρίες από απλά και ταπεινά υλικά, διατηρώντας παράλληλα τη σύνδεση με την παράδοση και τις θρησκευτικές επιταγές.

Η επιλογή και αγορά του μπακαλιάρου, ειδικά τις ημέρες που προηγούνται της 25ης Μαρτίου, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας έχει εκδώσει οδηγίες προς τους καταναλωτές για την αποφυγή παραπλανήσεων κατά την αγορά του παστού ψαριού. Σύμφωνα με την ανακοίνωσή της, οι αυθεντικοί υγράλατοι ή αλίπαστοι μπακαλιάροι προέρχονται κυρίως από τον Ατλαντικό, με την ελληνική αγορά να τους προμηθεύεται κατά βάση από χώρες όπως η Ισλανδία, η Νορβηγία και η Φινλανδία. Ένα σημείο που συχνά προκαλεί σύγχυση είναι η διάθεση στην αγορά παστού ψαριού με την ονομασία “λίνγκ” (ling), το οποίο πωλείται δίπλα στον αυθεντικό μπακαλιάρο. Αν και πρόκειται για παρόμοιο προϊόν, δεν έχει την ίδια ποιότητα και δεν πρόκειται για το ίδιο είδος ψαριού. Η επισήμανση της ονομασίας “Λίνγκ” πρέπει να γίνεται ευκρινώς και όχι με μικρά γράμματα ώστε να μην παραπλανώνται οι καταναλωτές.
Ένα χαρακτηριστικό του γνήσιου μπακαλιάρου είναι η λευκή γραμμή που διατρέχει το σώμα του κατά μήκος, εμφανής και στις δύο πλευρές του ψαριού. Ακόμα κι αν δεν είναι πάντα ορατή, για παράδειγμα λόγω φιλεταρίσματος, αυτό δεν πρέπει να προκαλεί ανησυχία. Η ποιότητα του ψαριού φαίνεται και από το χρώμα του: πρέπει να είναι λευκό χωρίς σκούρες κηλίδες ή κιτρινίλες, οι οποίες μπορεί να υποδηλώνουν αλλοιώσεις ή κακή συντήρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές πρέπει να γίνονται με κριτήριο τη σαφή αναγραφή προέλευσης, την καλή κατάσταση του προϊόντος και τη σχέση ποιότητας-τιμής.
Συνοψίζοντας, η 25η Μαρτίου δεν είναι μόνο μια ημέρα εθνικής και θρησκευτικής σημασίας αλλά και μια ευκαιρία διατήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας μέσω της γαστρονομίας. Ο μπακαλιάρος με σκορδαλιά, ένα φαγητό που συνδέει τη νηστεία με την απόλαυση, αποτελεί απόδειξη της ικανότητας της ελληνικής παράδοσης να επιβιώνει και να προσαρμόζεται στις ανάγκες της εποχής, χωρίς να χάνει τον αυθεντικό της χαρακτήρα. Η κατανάλωσή του παραμένει μέχρι σήμερα ένα αναπόσπαστο κομμάτι του εορτασμού και ταυτόχρονα υπενθύμιση της ιστορικής και πνευματικής μας κληρονομιάς.