Γράφει ο Κωσταντίνος Πειρατικός
«Αμάδαρος κι Αχείμαστος
Ορνίτσα και Καστέλι
Το Παντελή το ‘χει η μοίρα του
Η Ελένη δεν τονε θέλει
Και Κύριε Ελέησον»
Κάθε Πάσχα, η Βόνιτσα ζει ένα ξεχωριστό έθιμο που συνδυάζει την κατάνυξη (κατά + νύξις < αρχαία ελληνική νύσσω) της Μεγάλης Εβδομάδας με τη ζωντάνια της τοπικής παράδοσης. Στον ιερό ναό των Αγίων Αποστόλων, από τη Μεγάλη Δευτέρα έως και τη Μεγάλη Παρασκευή, μια σειρά από φωτιές ανάβουν και καίνε αδιάκοπα, δημιουργώντας ένα μοναδικό θέαμα και μια ατμόσφαιρα βαθιάς πνευματικότητας.
Το έθιμο έχει τις ρίζες του σε παλαιότερες εποχές και σχετίζεται με την ανάγκη των πιστών να παραμείνουν ξύπνιοι και σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας — ως μια μορφή πένθους και αναμονής για την Ανάσταση. Συμβολίζουν την άγρυπνη προσευχή, την πίστη και την ελπίδα. Είναι σύμβολα κάθαρσης ( η απαλλαγή από το μίασμα της αμαρτίας που γίνεται συνήθως με τελετουργικό τρόπο) και αγρυπνίας, (σύνολο διαφόρων θρησκευτικών τελετών που γίνονται κατά τις
νυχτερινές ώρες στους ναούς των Χριστιανικών Εκκλησιών και όχι μόνο) ένα βουβό προσκύνημα στη μυσταγωγία των Αγίων Παθών.

Η φλόγα συνοδεύει τη σιωπή και τη συγκίνηση των ημερών, προσφέροντας φως, ζεστασιά και πνευματικό συμβολισμό σε όσους συμμετέχουν — είτε ως παρατηρητές είτε ως ενεργά μέλη της κοινότητας. Το έθιμο έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν και συνεχίζεται από γενιά σε γενιά με σεβασμό και αγάπη για την παράδοση. Αν και τα τελευταία χρόνια έχει χάσει λίγη από την αίγλη του, καθώς η νεολαία έχει στραφεί στα social media, ευτυχώς υπάρχουν ακόμη κάποιοι “παλιακοί” —μαζί με μια χούφτα νέους— που κρατούν τη φλόγα ζωντανή.
Πέρα από τη θρησκευτική του διάσταση, αποτελεί και έναν άτυπο τόπο συνάντησης των ανθρώπων, που ανταλλάσσουν ευχές, μνήμες και ιστορίες δίπλα στις φλόγες. Καμία φορά, ανταλλάσσουμε και… αβροφροσύνη. Έτσι για το καλό!
Έτσι, κάθε Πάσχα στη Βόνιτσα, η φλόγα δεν σβήνει μόνο τα σκοτάδια της νύχτας, αλλά φωτίζει και την καρδιά του τόπου.
«Αγάπη που ‘χα
Και ‘χασα μέσα
Από το Μερτάρι
Που ‘χει τα μάτια σαν αυγά
Μουσούδα σαν γουρούνα
Που ‘χει τα κατσαρά μαλλιά
Σαν σκύλα, σαν καραγκούνα»
Παλιά Χρόνια…
Στα παλιά χρόνια, όταν η ζωή στη Βόνιτσα κυλούσε με κακουχίες και φτώχεια, το έθιμο της φωτιάς στους Αγίους Αποστόλους αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερο συμβολισμό. Η γύρω περιοχή, γνωστή ως Μπούχαλη, ήταν τότε η πιο ταπεινή και φτωχική γειτονιά του χωριού. Οι κάτοικοί της ήταν εργάτες, μικροκαλλιεργητές, κτηνοτρόφοι, ψαράδες — ζούσαν με στερήσεις και την καθημερινή αγωνία για το μεροκάματο.
Αντίθετα, στο παζάρι —η περιοχή κοντά στο λιμάνι— ζούσαν οι πιο εύποροι: έμποροι, καραβοκύρηδες και έντιμοι οικογενειάρχες με “γεμάτα σπίτια”. Η φωτιά στη Μπούχαλη φώτιζε τις φτωχικές αυλές και τις καρδιές, δίνοντας κουράγιο και ελπίδα στις δύσκολες μέρες. Ήταν η φλόγα των απλών ανθρώπων —εκείνων που δεν είχαν πλούτη, αλλά είχαν πίστη, αλληλεγγύη και φιλότιμο.
Τα παιδιά μάζευαν ξύλα με λαχτάρα από νωρίς, οι νοικοκυρές έφερναν ό,τι μπορούσαν να προσφέρουν, και οι άντρες άναβαν τις φωτιές με ευλάβεια, ελπίζοντας σε μια καλύτερη Ανάσταση —όχι μόνο του Χριστού, αλλά και της ίδιας τους της ζωής.
Η περιοχή του λιμανιού, πάλι, γνώριζε μεγαλύτερη άνθηση. Ο Αμβρακικός κόλπος ήταν εμπορικό κέντρο της περιοχής· έφταναν εμπορεύματα από μακριά και οι ευκαιρίες για εργασία και εμπόριο ήταν πολλές. Εδώ οι κάτοικοι του λιμανιού ζούσαν σε καλύτερες συνθήκες ,με περισσότερες ανέσεις και η κοινωνική ζωή ήταν πιο πολύχρωμη.
Δύο κόσμοι, τόσο κοντά γεωγραφικά, αλλά τόσο διαφορετικοί: η Μπούχαλη της ταπεινότητας και της ανάγκης· το Παζάρι της ευημερίας και της κοσμικότητας.
Η εκκλησία και η γύρω περιοχή ήταν τόπος πνευματικότητας της ταπεινής ζωής ( να δείτε τη ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη –συνοικία το όνειρο) και της συλλογικής προσπάθειας να επιβιώσει κανείς με λίγα. Το παζάρι( υπαίθριος χώρος όπου συγκεντρώνονται έμποροι και παραγωγοί για να πουλήσουν τα προϊόντα τους ) από την άλλη ήταν τόπος ευημερίας ,του εμπορίου και της κοσμικής ζωής. Παρά τις διαφορές τα τελευταία αρκετά χρόνια οι δύο αυτοί κόσμοι συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργώντας μια ισορροπία που χαρακτηρίζει τη ζωή στη Βόνιτσα.
Και στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, πίσω από το ιερό, άναβαν τη δική τους φωτιά —που με τα χρόνια έσβησε. Λέγεται πως κάποιες «κακές» προσπάθησαν να σταματήσουν και τη φωτιά της Μπούχαλης, αλλά δεν τα κατάφεραν. Οι αναμνήσεις από εκείνες τις εποχές παραμένουν ζωντανές.

Εκεί που σμίγει ο λαός :
Από τη Μεγάλη Δευτέρα ξεκινούσαν οι κτηνοτρόφοι απ’ τα γύρω βουνά και τα εξωχώραφα να κατεβαίνουν σιγά-σιγά, κουρασμένοι από τις δουλειές της ημέρας, μα με λαχτάρα να βρεθούν με τους δικούς τους. Με τα μουλάρια, με το χώμα ακόμη στα παπούτσια, και την κατσούλα στον ώμο, κατηφόριζαν προς την εκκλησία.
Οι φωτιές δεν ήταν μόνο σύμβολο πίστης αλλά και σημείο συνάντησης, ανθρώπινης επαφής. Ανταλλαγή λόγου, μοιράσματος και χαράς. Τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι γειτονιές βυθίζονταν στο σκοτάδι μόλις έπεφτε ο ήλιος. Οι φωτιές, τα λυχνάρια και τα κεριά ήταν οι κύριες πηγές φωτισμού. Εκεί, δίπλα στις φλόγες, λέγονταν ιστορίες, μαθαίνονταν νέα, τραγουδούσαν σκοπούς, ξεκουράζονταν τα κουρασμένα κορμιά.

«Δε σε διάβασα καλά, το καλό να μην το δεις
Κάθε κλαρί να στέκεσαι, πουρνάρα να τσιρλιέσαι
Κι σ’ ένα μαυροκούτσουρο να κάθεσαι να ξιέσαι
Και Κύριε Ελέησον»
«Όποιος δε μας δίνει ξύλα, να τον δαμάσει η ψείρα
Η ψείρα κι η κονίδα κι τ’ άλογο πετρίδα»
«@@@@ κερατά, δεν τα μέτρησες καλά
Τα εκκλησίας τα λεφτά»
«Εμείς παπά δεν είχαμε, τράγο κονομήσαμε
Και Κύριε Ελέησον»
«Ω δεσπότη κ@@@@,
Ήρθες και πήρες τα λεφτά
Και Κύριε Ελέησον»
«Όσα βούρλα έχει η βουρλιά, τόσοι πόνοι στην κοιλιά
Και Κύριε Ελέησον»
«Όβρια σκυλογριά, πού ’ναι η κότα που ’φαγες;
Η κότα καρκαλίστηκε κι έσπασε τα σίδερα
Κακιά σου μέρα σήμερα
Και Κύριε Ελέησον»
Καθώς η νύχτα προχωρούσε και οι φλόγες χόρευαν στον αέρα, η ατμόσφαιρα γέμιζε ήχους και μυρωδιές που μένουν χαραγμένες στη μνήμη. Το τρίξιμο των ξύλων, η αγωνία όλων αν θα καεί επιτέλους το καλώδιο του ρεύματος που έστεκε εκεί, καμιά εικοσαριά μέτρα πάνω από τις φωτιές. Ο καπνός ανέβαινε στον ουρανό, μυρωδάτος από τα πευκόκλαδα και τις ρίζες που έφερναν οι Μπουχαλιώτες. Γύρω γύρω μυρωδιές της φύσης αλλά και τρόφιμα τα οποία τα πετάνε μέσα στα κάρβουνα για να αντέξει το στομάχι και το αίμα τα μπουκάλια μπύρας και ουισκιού. Μη φανταστείτε τίποτα gourme, πατάτες, μύδια και τα τελευταία χρόνια ντελίβερι σουβλάκια από τα τοπικά καταστήματα.
«Κεφαλλονίτικος παπάς
Διαβάζει με σοφία
Τα Δώδεκα Ευαγγέλια
Τα βγάζει Δεκατρία
Και Κύριε Ελέησον»
Η φλόγα περνάει από γενιά σε γενιά
Η φλόγα περνάει από γενιά σε γενιά. Παρ’ όλο που οι εποχές άλλαξαν, το ηλεκτρικό αντικατέστησε τα λυχνάρια και οι δρόμοι γέμισαν αυτοκίνητα, το έθιμο των Αγραπνιών δεν έσβησε ποτέ. Αντίθετα, έγινε σημείο αναφοράς κάθε Πάσχα στη Βόνιτσα. Μια ζωντανή μνήμη που ενώνει το παρελθόν με το παρόν.
Οι νέοι συνεχίζουν να κουβαλούν ξύλα, ακολουθώντας τα βήματα των παππούδων τους. Συγκεντρώνονται από το πρωί, μοιράζουν τις δουλειές, βοηθούν ο ένας τον άλλον, γελούν, θυμούνται, σέβονται το παλιό και το ζουν με τον δικό τους τρόπο. Οι παλιοί στέκονται λίγο πιο πίσω, παρατηρούν με συγκίνηση και διηγούνται ιστορίες —και κάπως έτσι, γεννιέται ένας αόρατος διάλογος ανάμεσα στις γενιές.
Όπως μου είπε πέρσι ο κυρ-Σπύρος στο περσινό αντάμωμα:
«Άμα δεις παιδί να μαζεύει ξύλα και παππού να του δείχνει πού να τα βάλει, ξέρεις πως η Βόνιτσα κρατάει ακόμα την ψυχή της».
Κι όσο υπάρχουν άνθρωποι να μαζεύονται γύρω από τις φλόγες, το φως δεν θα σβήσει ποτέ.
Η φωτιά (Αγραπνιές) δεν είναι απλώς ένα έθιμο —είναι ΔΕΣΜΟΣ. Είναι η κοινή ανάσα του τόπου. Μια ρίζα που ανθίζει κάθε Μεγάλη Εβδομάδα.

Επίλογος
Και αφού, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, υπήρξε συμφιλίωση των δύο επιταφίων και κοινή πορεία στα λιμανίσια σοκάκια της πόλης, έτσι και οι Μπουχαλιώτες —με την καλή τους καρδιά— επέτρεψαν στους φίλους και συγγενείς τους από το Παζάρι να παρευρίσκονται στο ιστορικό αυτό αντάμωμα.
Ελπίζω και εύχομαι όλοι οι εμπλεκόμενοι να σταθούν στο ύψος που προστάζει η ιστορία και η παράδοση.
«Αν δε σε διάβασα καλά, το καλό να μην το δεις
Κάθε κλαρί να στέκεσαι, πουρνάρα να τσιρλιέσαι
Κι σε ένα μαύρο κούτσουρο, να κάθεσαι να ξιέσαι
Και Κύριε Ελέησον»
«Λάκια, Τάσο και Γιαννάκη
Σας το πήραν το τρατάκι
Γιατί έπιανε πολύ
Τη γαρίδα τη ψιλή
Και Κύριε Ελέησον»