Η πώληση ελαιολάδου σε τενεκέδες χωρίς παραστατικά αποτελεί μια πρακτική που για χρόνια συνδέθηκε με την παράδοση, την οικονομία και την απευθείας σχέση παραγωγών και καταναλωτών. Ωστόσο, η διακίνηση αυτού του πολύτιμου αγαθού μέσω άτυπων δικτύων και χωρίς τη συμμόρφωση στους κανόνες φορολογικής διαφάνειας έρχεται πλέον στο στόχαστρο των αρμόδιων αρχών. Το Υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει την εισαγωγή μέτρων που θα περιορίσουν τη φοροδιαφυγή και θα διασφαλίσουν την τήρηση κανόνων ποιότητας και ιχνηλασιμότητας.
Η νομοθεσία που προωθείται προβλέπει ότι κάθε μεταφορά ελαιολάδου σε δοχεία άνω των 5 λίτρων θα πρέπει να συνοδεύεται από ψηφιακά δελτία αποστολής και δηλώσεις συγκομιδής. Η έλλειψη των παραπάνω θα μπορεί να επιφέρει πρόστιμα που φτάνουν έως και τα 5.000 ευρώ. Ταυτόχρονα, οι παραγωγοί θα πρέπει να δηλώνουν με ακρίβεια τα κιλά ελαιόκαρπου που συγκομίζουν και τα λίτρα λαδιού που εξάγουν από τα ελαιοτριβεία, ώστε να καταγράφονται οι πραγματικές ποσότητες που διακινούνται στην αγορά.
Η αυστηροποίηση των κανόνων αφορά κυρίως την πώληση από κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, ενώ για τους ετεροεπαγγελματίες η νομοθεσία αφήνει περιθώρια. Για παράδειγμα, αν κάποιος με καταγωγή από αγροτική περιοχή στέλνει λάδι σε συγγενείς ή φίλους, δεν εμπίπτει απαραίτητα στις απαγορεύσεις, εφόσον η πράξη αυτή δεν περιλαμβάνει εμπορική συναλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχές τονίζουν ότι οι νόμοι που θεσπίζονται πρέπει να εφαρμόζονται. Παραδείγματα από το παρελθόν, όπως η υποχρέωση για εμφιαλωμένο λάδι στην εστίαση, δείχνουν ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν αν δεν συνοδεύονται από αποτελεσματική εφαρμογή.
Ο βασικός στόχος των νέων κανονισμών είναι η καταπολέμηση του «μαύρου» χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά του χύμα ελαιολάδου. Οι ελληνοποιήσεις και οι παράνομες διακινήσεις προκαλούν απώλειες στα δημόσια έσοδα και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, η καταγραφή των ποσοτήτων ελαιοκάρπου και λαδιού μπορεί να διευκολύνει τη διαδικασία αποζημιώσεων σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών ή άλλων προβλημάτων που επηρεάζουν την παραγωγή.
Παρά τις δυσκολίες, η αγορά συνεχίζει να λειτουργεί βάσει της παραδοσιακής πρακτικής του «τενεκέ». Οι καταναλωτές προτιμούν τη λύση αυτή λόγω της οικονομίας που προσφέρει, καθώς η τιμή του χύμα ελαιολάδου παραμένει χαμηλότερη από αυτή των τυποποιημένων προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Σήμερα, η τιμή του τενεκέ 17 λίτρων κυμαίνεται από 7 έως 8 ευρώ ανά κιλό, με το συνολικό κόστος να φτάνει τα 120 έως 140 ευρώ. Αυτή η τιμή είναι αισθητά χαμηλότερη από την αντίστοιχη του τυποποιημένου ελαιολάδου, γεγονός που καθιστά το χύμα προϊόν ιδιαίτερα ελκυστικό.
Η διακίνηση, ωστόσο, γίνεται σε μεγάλο βαθμό χωρίς επίσημα παραστατικά, κάτι που παραβιάζει τους ισχύοντες κανόνες. Η πρακτική αυτή εντοπίζεται κυρίως σε αγροτικές περιοχές και νησιά, όπου οι καταναλωτές προμηθεύονται λάδι απευθείας από τον παραγωγό. Παρότι η ποιότητα του προϊόντος είναι συνήθως υψηλή, η έλλειψη επίσημου ελέγχου δημιουργεί ανησυχίες για τη διαφάνεια της διαδικασίας.
Οι προτάσεις για αλλαγές περιλαμβάνουν, επίσης, την ενθάρρυνση της τυποποίησης, που θα μπορούσε να δώσει προστιθέμενη αξία στο προϊόν και να αυξήσει την εξαγωγική του δυναμική. Η στροφή προς τυποποιημένα προϊόντα υψηλής ποιότητας θεωρείται κρίσιμη για την ενίσχυση του ελληνικού ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές, όπου ήδη αντιμετωπίζει ισχυρό ανταγωνισμό από άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες.
Από την πλευρά τους, οι παραγωγοί εκφράζουν ανησυχίες για την εφαρμογή των νέων μέτρων. Πολλοί θεωρούν ότι οι πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως η συμπλήρωση δελτίων αποστολής και δηλώσεων συγκομιδής, ενδέχεται να αυξήσουν τη γραφειοκρατία και τα λειτουργικά κόστη. Επίσης, υπογραμμίζουν την ανάγκη για καλύτερη ενημέρωση και υποστήριξη από το κράτος, ώστε να προσαρμοστούν ομαλά στα νέα δεδομένα.
Συνοψίζοντας, η προσπάθεια για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά ελαιολάδου αποτελεί μια θετική εξέλιξη, που όμως απαιτεί συντονισμένη δράση και τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών. Οι αλλαγές που προτείνονται έχουν τη δυνατότητα να εκσυγχρονίσουν τον κλάδο και να προστατεύσουν τόσο τους παραγωγούς όσο και τους καταναλωτές. Ωστόσο, η επιτυχία των μέτρων εξαρτάται από την αποφασιστικότητα των αρχών να επιβλέψουν την εφαρμογή τους και από τη διάθεση του κλάδου να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις.