Η συζήτηση για την επιβολή περιορισμών στη χρήση των κοινωνικών δικτύων από παιδιά και εφήβους κάτω των 15 ετών αναζωπυρώνεται, καθώς η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο υιοθέτησης ενός μοντέλου παρόμοιου με αυτό που εφαρμόζεται στην Αυστραλία. Η πρόταση αυτή στοχεύει στην προστασία των νέων από τους κινδύνους της διαδικτυακής παρουσίας, όπως ο εθισμός, η έκθεση σε ακατάλληλο περιεχόμενο και οι συναισθηματικές επιπτώσεις από την υπερβολική χρήση των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης.
Η νομοθεσία της Αυστραλίας, που εγκρίθηκε το Νοέμβριο του 2023, θέτει αυστηρούς περιορισμούς για ανηλίκους κάτω των 16 ετών, απαγορεύοντας την πρόσβασή τους σε κοινωνικά δίκτυα όπως το Facebook, το Instagram και το TikTok. Οι πλατφόρμες αυτές είναι πλέον υποχρεωμένες να εφαρμόζουν μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση του ηλικιακού ορίου. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, οι εταιρείες κινδυνεύουν με επιβολή υψηλών προστίμων, τα οποία μπορεί να φτάσουν έως και τα 31 εκατομμύρια ευρώ. Αυτά τα μέτρα έχουν προκαλέσει ανάμεικτες αντιδράσεις, με τις εταιρείες να εκφράζουν ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα και τις πιθανές ακούσιες συνέπειες αυτών των ρυθμίσεων.
Η συγκεκριμένη νομοθεσία κατέστησε την Αυστραλία μία από τις πρώτες χώρες που επιβάλλουν τόσο αυστηρά μέτρα για την προστασία των παιδιών στο διαδίκτυο. Παρά τη φιλόδοξη προσπάθεια, ειδικοί εκφράζουν επιφυλάξεις σχετικά με την εφαρμογή της και τα αποτελέσματα που θα έχει μακροπρόθεσμα. Ο καθηγητής Νομικής Γιώργος Γιαννόπουλος σχολίασε ότι οι γενικές απαγορεύσεις στις νέες τεχνολογίες είναι δύσκολο να εφαρμοστούν, ενώ η επιτυχία τους εξαρτάται από την υλοποίηση και την κοινωνική αποδοχή.
Παρόμοιες δυσκολίες εφαρμογής αντιμετώπισε και η Γαλλία, όπου θεσπίστηκαν μέτρα περιορισμού της χρήσης κινητών τηλεφώνων και κοινωνικών δικτύων στα σχολεία πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αντιδράσεις επικεντρώθηκαν στην αναγκαιότητα εξισορρόπησης της χρήσης των νέων τεχνολογιών με την ανάγκη προστασίας των παιδιών από πιθανούς κινδύνους.
Στην Ελλάδα, η πρόταση για τη θέσπιση περιορισμών στη χρήση των κοινωνικών δικτύων από ανηλίκους βρίσκει υποστηρικτές, αλλά και επικριτές. Η παιδοψυχολόγος Χριστίνα Μπογιατζή τονίζει ότι η προστασία των παιδιών πρέπει να γίνεται με συνέπεια και συνεργασία, ξεκινώντας από την αλλαγή συμπεριφοράς και των ίδιων των γονέων. Όπως επισημαίνει, οι γονείς δεν μπορούν να απαιτούν περιορισμούς από τα παιδιά τους ενώ οι ίδιοι είναι εξαρτημένοι από τις ηλεκτρονικές συσκευές.
Η Μπογιατζή συμφωνεί με την απαγόρευση των κινητών τηλεφώνων στις σχολικές αίθουσες, καθώς οι συσκευές αποσπούν την προσοχή των μαθητών και μειώνουν τη συγκέντρωσή τους. Παράλληλα, αναφέρεται στις συναισθηματικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα κοινωνικά δίκτυα, όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση και οι συγκρίσεις με εξιδανικευμένες εικόνες ζωής.
Η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια αναζήτησης τρόπων για τη ρύθμιση της ψηφιακής ζωής των νέων, με στόχο τη δημιουργία ενός ασφαλέστερου περιβάλλοντος. Παρότι η υιοθέτηση αυστηρών μέτρων μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη, η συζήτηση για την ανάγκη προστασίας των παιδιών από τις αρνητικές συνέπειες της τεχνολογίας είναι επίκαιρη και απαραίτητη.
Είναι φανερό ότι η εφαρμογή αυτών των περιορισμών απαιτεί μια συντονισμένη προσέγγιση που θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Η αποτελεσματικότητα των μέτρων εξαρτάται από τη συνεργασία της πολιτείας, των γονέων, των εκπαιδευτικών και των ίδιων των τεχνολογικών εταιρειών. Η πρόκληση έγκειται στην εξεύρεση της σωστής ισορροπίας ανάμεσα στην προστασία των παιδιών και την εκπαίδευση για τη σωστή χρήση της τεχνολογίας, χωρίς να περιορίζεται υπερβολικά η πρόσβαση στη γνώση και την επικοινωνία.