Στις 22 Οκτωβρίου 1940, η Ιταλία βρισκόταν σε πυρετώδεις προετοιμασίες για την επίθεση κατά της Ελλάδας. Τα ιταλικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ενώ οι στρατιωτικές μονάδες προετοιμάζονταν για την εισβολή. Ο Γκαλεάτσο Τσιάνο, υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας και στενός συνεργάτης του Μπενίτο Μουσολίνι, ανακοίνωσε στον ιταλικό στρατό την επικείμενη επίθεση.
Παρά τις εντολές του Μουσολίνι, η στάση του Βερολίνου ήταν αρνητική ως προς την επίθεση. Ο Τσιάνο αναφέρει στα ημερολόγιά του ότι οι Γερμανοί δεν έβλεπαν με ενθουσιασμό την ιταλική κίνηση, καθώς φοβούνταν ότι αυτή η ενέργεια θα διατάρασσε τις στρατηγικές τους σχέσεις με τα Βαλκάνια και θα έβαζε σε κίνδυνο τα σχέδιά τους για τη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η απόφαση του Μουσολίνι για την επίθεση στην Ελλάδα θεωρήθηκε από πολλούς ως μια κίνηση υπεροψίας και αυταπάτης, αφού οι Ιταλοί θεώρησαν ότι η Ελλάδα θα υποκύψει γρήγορα στη στρατιωτική τους δύναμη. Ωστόσο, η ελληνική αντίσταση που ακολούθησε απέδειξε ότι η εκτίμησή τους ήταν λανθασμένη, οδηγώντας σε μια μακρά και επίπονη σύγκρουση, η οποία τελικά είχε σημαντικές συνέπειες για την πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, που θα ξεκινούσε λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου 1940, σηματοδότησε την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, γνωστού και ως “Όχι”. Η ελληνική απάντηση στην εισβολή έμεινε στην ιστορία για την αντίστασή της και την ενίσχυση του ηθικού όχι μόνο του ελληνικού λαού αλλά και των συμμαχικών δυνάμεων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη της σύγκρουσης.