Η ελληνική έννομη τάξη προβλέπει με σαφήνεια ότι η ίδρυση, η διοίκηση και η διαχείριση των κοιμητηρίων αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα των Δήμων και των Κοινοτήτων. Η διάταξη αυτή, η οποία ισχύει εδώ και δεκαετίες, εδράζεται στον Αναγκαστικό Νόμο 582/1968, όπου ρητώς αναφέρεται ότι «η ίδρυσις και συντήρησις κοιμητηρίων (νεκροταφείων) ανήκει εις την αποκλειστική αρμοδιότητα των δήμων και κοινοτήτων». Η σχετική γνωμοδότηση 316/1995 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους επιβεβαιώνει ότι η διοίκηση και η διαχείριση όλων των κοιμητηρίων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που τυχόν ιδρύθηκαν ή διαχειρίζονταν από εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ή φιλανθρωπικά καταστήματα, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των οικείων δήμων. Η μόνη εξαίρεση αφορά τα μη λειτουργούντα εκκλησιαστικά κοιμητήρια, τους χώρους ταφής σε μοναστήρια και ησυχαστήρια, καθώς και μεμονωμένους τάφους σε περιβόλους ενοριακών ναών και ιδρυμάτων.
Η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Εσωτερικών υπήρξε απάντηση σε σχετικό ερώτημα που υπέβαλε ο Δήμος Μυτιλήνης, ο οποίος επισήμανε ότι σε πολλές περιπτώσεις, στην περιοχή του, τα κοιμητήρια ελέγχονται ουσιαστικά από τη Μητρόπολη ή άλλους τρίτους φορείς. Το Υπουργείο υπήρξε απολύτως σαφές: οποιαδήποτε ανάθεση ή διαχείριση κοιμητηρίων από τρίτα πρόσωπα, είτε πρόκειται για εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα είτε για άλλους φορείς, στερείται νομικής βάσης και είναι μη σύννομη. Συνεπώς, οι Δήμοι καλούνται να εφαρμόσουν απαρεγκλίτως τη νομοθεσία, να αναλάβουν πλήρως τις θεσμικές τους αρμοδιότητες και να διασφαλίσουν τη νομιμότητα, τη σωστή λειτουργία και την οικονομική διαχείριση των κοιμητηρίων τους.
Το Υπουργείο Εσωτερικών στοχεύει να εξορθολογήσει το θεσμικό αυτό τοπίο, αλλά η επιτυχία αυτής της προσπάθειας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των δήμων να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις. Οι δημοτικές αρχές καλούνται όχι μόνο να δηλώσουν ότι αναλαμβάνουν τις αρμοδιότητές τους, αλλά και να επιδείξουν ότι διαθέτουν σαφές επιχειρησιακό σχέδιο, επαρκές ανθρώπινο δυναμικό και κατάλληλες οργανωτικές δομές ώστε να ανταποκριθούν στο έργο τους.
Πέραν του νομικού και διοικητικού πλαισίου, το ζήτημα της διαχείρισης των κοιμητηρίων φέρει σαφείς πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις. Τα κοιμητήρια δεν αποτελούν απλώς δημοτικές υποδομές· είναι χώροι μνήμης, τόποι με ιδιαίτερη ιστορική, πνευματική και πολιτιστική αξία, άρρηκτα δεμένοι με την ταυτότητα των τοπικών κοινωνιών. Για τον λόγο αυτό, η μετάβαση σε ένα καθεστώς καθαρά δημοτικής διαχείρισης πρέπει να συνοδεύεται από διάλογο, συνεργασία και σεβασμό προς τις τοπικές παραδόσεις και τις ανάγκες των κοινοτήτων.
Η επιτυχής εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας προϋποθέτει, καταρχάς, την πλήρη καταγραφή όλων των κοιμητηρίων που εμπίπτουν στην εδαφική αρμοδιότητα κάθε δήμου, τη διενέργεια οικονομικού και διοικητικού ελέγχου, καθώς και τη δημιουργία διαφανών μηχανισμών είσπραξης και απόδοσης των σχετικών τελών. Παράλληλα, απαιτείται η στελέχωση των δημοτικών υπηρεσιών με εξειδικευμένο προσωπικό, ώστε να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία και συντήρηση των χώρων. Η Εκκλησία, αν και δεν θα διατηρεί πλέον διαχειριστικό ρόλο, παραμένει σημαντικός συνομιλητής στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, καθώς η πνευματική διάσταση των κοιμητηρίων δεν μπορεί να παραγνωριστεί.