Παραμένει η σοβαρή ανησυχία στην τοπική κοινωνία του Θυρρείου, στον Δήμο Ακτίου–Βόνιτσας, μετά τη διαπίστωση ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο της περιοχής βρίσκεται σε συνεχή παραμέληση, παρά τις δεσμεύσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη συντήρησή του και την ενσωμάτωση έργων στο ΕΣΠΑ. Το Υπουργείο Πολιτισμού φέρεται να αιτιολογεί την επιλογή του αποκλεισμού από το πρόγραμμα χρηματοδότησης με το επιχείρημα ότι η περιοχή θεωρείται δύσβατη, ορεινή και απομακρυσμένη, με συνέπεια την υποθετική οικονομική μη-βιωσιμότητα του έργου. Η θέση αυτή, ωστόσο, έχει προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες από τους κατοίκους, οι οποίοι τονίζουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικά από την αναμενόμενη τουριστική επισκεψιμότητα ή τα σημερινά κριτήρια κέρδους.
Η έλλειψη στελεχών και περιορισμένα ωράρια λειτουργίας μειώνουν δραστικά τη δυνατότητα παρουσίασης των ευρημάτων, καθώς αυτά μεταφέρονται σε άλλα μουσεία, περιορίζοντας την ελκυστικότητά του αλλά και τη σύνδεσή του με τον τόπο. Παράλληλα, η κατάσταση των οδικών προσβάσεων αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο για πιθανό επισκέπτη. Οι δρόμοι που οδηγούν στη Μουσειακή δομή είναι σε κακή κατάσταση, χωρίς σήμανση για καθοδήγηση, μετά από αφαίρεση των πινακίδων κατά τις εργασίες κατασκευής του άξονα Αμβρακία–Άκτιο. Οι κατοίκοι και οι τοπικοί φορείς επισημαίνουν ότι παρά τις αλλεπάλληλες αιτήσεις και οχλήσεις, δεν υπήρξε επανατοποθέτηση ούτε των πινακίδων ούτε βελτίωση του οδικού δικτύου.
Αυτή η αδράνεια προκάλεσε την παρέμβαση πέντε βουλευτών του ΚΚΕ—των κυρίων Νίκου Παπαναστάση, Νίκου Έξαρχου, Γιάννη Δελή, Σεμίνας Διγενή και Νίκου Καραθανασόπουλου—οι οποίοι κατέθεσαν ερώτηση προς την Υπουργό Πολιτισμού με δύο βασικά αιτήματα: (1) να προχωρήσει άμεσα η συντήρηση, η αποκατάσταση και η επέκταση του Μουσείου, ώστε να εξασφαλιστούν οι αναγκαίες υποδομές και συνθήκες λειτουργίας, και (2) να τοποθετηθούν εκ νέου και να ενισχυθούν οι πινακίδες σήμανσης στον άξονα Αμβρακία–Άκτιο, με σκοπό τη διευκόλυνση της πρόσβασης των πολιτών και των επισκεπτών.
Ένα Μουσείο όπως αυτό του Θυρρείου αποτελεί ζωντανό σημείο αναφοράς όχι μόνο για τη συλλογή και προβολή αρχαιολογικών ευρημάτων, αλλά και για την ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας και πολιτιστικής συνεκτικότητας. Το κεντρικό επιχείρημα περί κόστους – προς – όφελος δεν επαρκεί για να καλύψει την ανάγκη διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς σε ολόκληρη την επικράτεια, ανεξάρτητα από γεωγραφικούς ή οικονομικούς περιορισμούς. Αναδεικνύεται έτσι η ευρύτερη πρόκληση της πολιτιστικής πολιτικής στη χώρα μας: πώς να εξασφαλιστεί η ισότιμη πρόσβαση και αναπτυξιακή αξιοποίηση όλων των αρχαιολογικών χώρων, ακόμη και αυτών σε νησιωτικές, ορεινές ή αγροτικές περιοχές.
Οι επιπτώσεις της εγκατάλειψης στο Θύρρειο είναι πολλαπλές: μείωση επισκεψιμότητας, απώλεια αναγνώρισης των ευρημάτων ως μέρος της ταυτότητας της περιοχής, και σταδιακή αποδυνάμωση του μουσείου ως φορέα εκπαίδευσης και πολιτιστικής διασύνδεσης. Η ανάγκη για στελέχωση, καθαρισμό και προστασία του χώρου, αλλά και για οδικές και σημάνσεις υποδομές, γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Επιπλέον, η αποστολή των εκθεμάτων σε άλλα μουσεία πλήττει την αξία τους στον τόπο που πρωτοανακαλύφθηκαν.
Συνολικά, το ζήτημα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θυρρείου αναδεικνύει την αναγκαία αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη διακυβέρνηση της πολιτιστικής κληρονομιάς: εξίσου σημαντική είναι η προσεκτική φροντίδα για τους μικρούς, απομακρυσμένους χώρους, όσο και για τα μεγάλα μουσεία–τοποθεσίες, καθώς μόνο έτσι διασφαλίζεται μια πρακτική ισορροπίας, αποκέντρωσης και σεβασμού στην πολιτιστική πραγματικότητα όλων των περιοχών της Ελλάδας.